- ακατανίκητος
- -η, -οαυτός που δεν κατανικήθηκε, ακαταμάχητος: Ο σπαρτιατικός στρατός για αρκετούς αιώνες ήταν ακατανίκητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακατανίκητος — η, ο (Μ ἀκατανίκητος, ον) [κατανικῶ] ακαταμάχητος, αήττητος … Dictionary of Greek
άλειπτος — ἄλειπτος, ον (Α) [λείπω] αυτός που δεν υστέρησε ποτέ σε αγώνα, ακατανίκητος … Dictionary of Greek
αδάμαστος — η, ο (Α ἀδάμαστος, ον) 1. ακατάβλητος, άκαμπτος, ακατανίκητος 2. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να δαμαστεί, να τιθασευτεί, να εξημερωθεί, ο ατίθασος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δαμάζω. ΠΑΡ. μσν. ἀδαμαστί] … Dictionary of Greek
αδάματος — ἀδάματος, ον (Α) [δαμῶ] 1. ακατανίκητος, ακατάβλητος 2. (για γυναίκες) ανύπαντρη 3. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε, δεν εξημερώθηκε … Dictionary of Greek
αδήριτος — ἀδήρητος, ον (Α) [δηρίομαι] 1. ο δίχως μάχη ή αγώνα 2. αδιαφιλονίκητος, αδιαμφισβήτητος 3. ακαταμάχητος, ακατανίκητος … Dictionary of Greek
ακαταμάχητος — η, ο (Α ἀκαταμάχητος, ον) [καταμάχομαι] εκείνος που δεν μπορεί να καταβληθεί, ο αήττητος, ο ακατανίκητος «ἀκαταμάχητα ὅπλα» νεοελλ. αυτός που δεν αντικρούεται «ακαταμάχητα επιχειρήματα» … Dictionary of Greek
αμαιμάκετος — ἀμαιμάκετος, η, ον και ος, ον (Α) (επική λέξη, σε χρήση και στους λυρικούς) ισχυρός, ακατάσχετος, ασυγκράτητος, φοβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ποιητική, ιδιαίτερα εκφραστική, που χρησιμοποιήθηκε ήδη στα ομηρικά έπη για να χαρακτηρίσει τη Χίμαιρα… … Dictionary of Greek
ανεκβίαστος — ἀνεκβίαστος, ον (Α) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εκβιάσει, ακατανίκητος, ακαταμάχητος … Dictionary of Greek
ανυπέρβατος — η, ο (Α ἀνυπέρβατος, ον) 1. (για τόπους) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον περάσει, να τον υπερπηδήσει («κρημνοὺς ἀνυπερβάτους») 2. μτφ. ανυπέρβλητος, ακατανίκητος αρχ. (επίρρ., τως) α) χωρίς καμμιά παράλειψη β) λεπτομερώς γ) συνεχώς … Dictionary of Greek
ανυπέρβλητος — η, ο (Α ἀνυπέρβλητος, ον) 1. αξεπέραστος 2 απαράμιλλος, ακατανίκητος … Dictionary of Greek